συναπαντήσαντος

συναπαντήσαντος
συναπαντάω
come
aor part act masc/neut gen sg (attic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • συναπαντώ — συναπαντῶ, άω, ΝΑ, μέσ. συναπαντιέμαι και συναπαντιούμαι Ν [ἀπαντῶ] νεοελλ. 1. συναντώ κάποιον τυχαία 2. προϋπαντώ 3. μέσ. συναπαντώμαι και συναπαντιέμαι και συναπαντιούμαι συναντώμαι με κάποιον τυχαία αρχ. έρχομαι σε έναν τόπο συγχρόνως με… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”